ΔΑΣΟΚΤΗΜΑ ΠΟΛΥΔΕΝΔΡΙΟΥ – ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙ : Δασωμένοι λόφοι με βοσκοτόπια (που διασπούν το δάσος), φαράγγια με γκρεμούς και πυκνή βλάστηση στην πλευρά της θάλασσας. Οι κύριες ανθρώπινες δραστηριότητες είναι η δασοπονία, η κτηνοτροφία και το κυνήγι. Υπάρχουν αραιοί οικισμοί. Σημαντική περιοχή για τα αρπακτικά και για τον Μαυροπετρίτη Falco eleonorae που περνάει εδώ το καλοκαίρι του. Αναπαραγόμενα είδη είναι ο Σφηκιάρης Pernis apivorus (5+ ζεύγη), ο Ασπροπάρης Neophron percnopterus, ο Φιδαετός Circaetus gallicus, το Σαϊνι Accipiter brevipes, η Αετογερακίνα Buteo rufinus (2+ ζεύγη), ο Κραυγαετός Aquila pomarina, ο Σταυραετός Hieraaetus pennatus, ο Πετρίτης Falco peregrinus (2 ζεύγη), η Χαλκοκουρούνα Coracias garrulus και η Μεσοτσικλητάρα Dendrocopos medius. Κυριότερα Είδη Πανίδας: αγριόγατα ΛΥΓΞ (LYNX), ΛΥΚΟΣ, ΖΑΡΚΑΔΙ, ΛΑΓΟΣ, ΑΓΡΙΟΓΟΥΡΟΥΝO, κ.α.
Το δημόσιο Δάσος Πολυδενδρίου, με εμβαδόν 34.791 στρέμματα, απλώνεται στις ΒΑ πλαγιές τη οροσειράς του Μαυροβουνίου και καταλαμβάνει μία έκταση με πολύπτυχη μορφή, η οποία εκτείνεται σε υψόμετρο 1054μ. Μέχρι τα παράλια του Αιγαίου πελάγους, διαπλατυνόμενη προς τα κάτω. Βόρεια οριοθετείτε από το Ρέμα «Μπουρμουλήθρα» και νότια από το ρέμα «Ρακοπόταμος».
Η ποικιλία της χλωρίδας και Πανίδας του και οι ήπιες γενικώς κλίσεις του εδάφους το καθιστούν ένα χώρο με μεγάλο ενδιαφέρον, που προσφέρεται για επισκέψεις και πλήθος δραστηριοτήτων.
Επίσης, η εκμετάλλευση του ως παραγωγικό δάσος προσφέρει εργασία στους κατοίκους της γύρω περιοχής. Τα παραγόμενα δασικά προϊόντα είναι κυρίως καυσόξυλα δρυός, οξυάς και αείφυλλων πλατύφυλλων, ξυλάνθρακες και τεχνική ξυλείας οξυάς, δρυός και καστανιάς.
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΔΑΣΟΙ ΚΙΣΣΑΒΟΥ : Δύο Περιοχές Ειδικής Προστασίας και δύο Αισθητικά Δάση (Κοιλάδα των Τεμπών: 1.762 εκτάρια, Δασικό Σύμπλεγμα Όσσας: 16.900 εκτάρια). Τμήμα της Όσσας είναι Ελεγχόμενη Κυνηγετική Περιοχή και το Δέλτα του Πηνειού αποτελεί καταφύγιο θηραμάτων.
Μια μεγάλη περιοχή που αποτελείται από τους πρόποδες του Όρους Κάτω Όλυμπος, του Όρους Όσσα (Κίσσαβος), την Κοιλάδα των Τεμπών και το Δέλτα του Πηνειού. Οι βιότοποι περιλαμβάνουν εκτεταμένα βοσκοτόπια, άγριους και καλλιεργημένους ελαιώνες, εκτεταμένα δάση ελάτων (Abies sp.) και Οξυάς (Fagus sp.), τραχιά φαράγγια με παλαιά δάση Καστανιάς (Castanea sativa) στις ανατολικές πλαγιές του Όρους Όσσα και φυσικές λίμνες.
Ο Κίσσαβος είναι ένα βουνό με δυο όψεις: Την άγονη και βραχώδη βορειοδυτική πλευρά από όπου γίνεται η κλασσική ανάβαση στην κορυφή (υψ. 1978 μ.) με εκκίνηση από το χωριό Σπηλιά (υψόμετρο 800 μ.). Αντίθετα, η νότια και η ανατολική πλευρά του είναι κατάφυτη από δάση. Μικτή βλάστηση, θαμνώδης κοντά στο επίπεδο της θάλασσας, με πλατάνια και υδρόφιλα δέντρα στα ρέματα, δίνει τη θέση της σε δάση οξιάς και ελάτης ψηλότερα. Στη νότια πλευρά αφθονούν οι καστανιές.
(πηγή://www.musesnet.gr/paralsc/PARUSIA%20OLYMP.htm)
ΟΛΥΜΠΟΣ, το ψηλότερο βουνό μας, η κατοικία των δώδεκα Θεών της αρχαιότητας, είναι η πρώτη περιοχή, για την οποία εφαρμόστηκε πριν από 50 χρόνια, ειδικό καθεστώς προστασίας στην χώρα μας με την κήρυξή του ως Εθνικού Δρυμού το 1938.
Σκοπός της κήρυξης αυτής ήταν «...η διατήρηση στο διηνεκές του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής, δηλαδή της άγριας χλωρίδας, της πανίδας και του φυσικού τοπίου, καθώς και των πολιτιστικών και άλλων αξιών της...,». Ακόμα η ανακήρυξη του Δρυμού έγινε με σκοπό την ενίσχυση της επιστημονικής έρευνας παράλληλα με την περιβαλλοντική εκπαίδευση του κοινού και την ανάπτυξη του τουρισμού στην ευρύτερη περιοχή.
Με ειδική νομοθεσία έχει απαγορευτεί κάθε είδους εκμετάλλευση στην ανατολική πλευρά του βουνού σε έκταση 40.000 στρεμμάτων περίπου που αντιπροσωπεύει τον πυρήνα του Δρυμού. Μια ευρύτερη περιοχή γύρω από τον πυρήνα, χαρακτηρίστηκε «περιφερειακιj ζώνη του Δρυμού», ώστε η διαχείρηση και εκμετάλλευσή της να γίνεται έτσι ώστε να μην επηρεάζει αρνητικά την προστασία του πυρήνα.
Σήμερα, μετά από ειδική μελέτη, ο Δρυμός πρόκειται να επεκταθεί σε μιαν έκταση 170.000 στρεμμάτων. Πρόκειται να επεκταθεί όμως και ο πυρήνας, ώστε να συμπεριλάβει ορισμένες εκτάσεις που χρειάζονται αυστηρή προστασία.
Ο 'Ολυμπος είναι παγκόσμια γνωστός τόσο για τα οικολογικά χαρακτηριστικά και την ανεπανάληπτη φυσική ομορφιά του, όσο και για την σχέση του με την αρχαία ελληνική μυθολογία. Η σημασία του Δρυμού έχει αναγνωριστεί όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη και παγκόσμια. Το 1981 η UNESCO ανακήρυξε τον Όλυμπο «Απόθεμα της Βιοσφαίρας». Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει συμπεριλάβει τον 'Ολυμπο στις «Σημαντικές για rην Ορνιθοπανίδα Περιοχές της Ευρωπαϊκής Κοινοτητας".
ΤΑ ΦΥΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΖΩΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ
Η έρευνα των φυτών του Ολύμπου άρχισε πριν 150 χρΌνια: το 1836 ο Γάλλος βοτανολόγος Αυcher - Εlογ μελέτησε τα φυτά του Ολύμπου. Στα χρόνια που ακολούθησαν πολλοί επιστήμονες μελέτησαν την χλωρίδα του Ολύμπου. 'Εχουν παρατηρηθεί και καταγραφεί μέχρι σήμερα πάνω από 1700 είδη φυτών, δηλαδή ττερίπου το 25% της ελληνικής χλωρίδας.
Τα περισσότερα από αυτά που βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο είναι τα συνηθισμένα μεσογειακά και κεντροευρωπαϊκά είδη. Το είδος Jankaea heldreichu, φυτικό λείψανο από την εποχή των παγετώνων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους επιστήμονες. Στην γυμνή από δέντρα αλπική ζώνη υπάρχουν πάνω από 150 είδη φυτών. Από αυτά τα μισά βρίσκονται μόνο στην Βαλκανική χερσόνησο και τα 23 μόνο στον 'Ολυμπο και πουθενά αλλού.
Η πανίδα του Ολύμπου, που δεν έχει μελετηθεί συστηματικά μέχρι σήμερα, περιλαμβάνει σημαντική ποικιλία ειδών. 'Εχουν καταγραφεί 32 είδη θηλαστικών; στα οποία περιλαμβάνονται το αγριοκάτσικο (Rυρίcapra rupicapra), το ζαρκάδι (Capreolus capreolus), το αγριογούρουνο (Sus scrofa), η αγριόγατα (Felis sylvestris), το κουνάβι (Martes foina), η αλεπού (Vulpes vulpes), ο σκίουρος (Scίurus vulgaris) κ.ά. 'Εχουν εντοπιστεί επίσης 108 είδη πτηνών, πολλά από τα οποία, ιδιαίτερα τα αρπακτικά, είναι σπάνια και προστατεύονται αυστηρά από διεθνείς συμβάσεις.
Υπάρχουν ακόμα τα συνηθισμένα ερπετά του ελληνικού χώρου (φίδια, χελώνες, σαύρες κ.λπ.) και ορισμένα αμφίβια στα ρέματα και τις εποχιακές λίμνες, καθώς και μια μεγάλη ποικιλία εντόμων, κυρίως πεταλούδες, για τις οποίες ο 'Ολυμπος φημίζεται.
Στην αρχαιάτητα υπήρχαν λιοντάρια (Παυσανίας) ενώ τουλάχιστον μέχρι τον 16ο αιώνα υπήρχαν αρκούδες (Βίος Aγiou Διονυσίου του Νεωτέρου).
ΤΑ ΕΝΔΗΜΙΚΑ ΦΥΤΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ
1. Achillea ambrosiaca
2. Alyssum handelu
3. Asprerula muscosa
4. Aubrieta thessala
5. Campanula oreadum
6. Carum adamovicu
7. Centaurea incompleta
8. Centaurea litochorea
9. Centaurea transiens
10. Cerastrium theophrasti
11. Erysimum olympicum
12. Festuca olympica
13. Genίsta sakellariadis
14. Jankaea heldreichu
15. Ligusticum olympicum
16. Melampyrum ciliatum
17. Ροα thessala
18. Potentilla deorum
19. RyncJiosinapis nivalis
20. Silene dionysu
21. Silene oligantha
22. Veronica thessalica 23. Viola strus - notata
Ορεινός – Χειμερινός Τουρισμός:
Κίσσαβος – Λούκι Κισσαβου – χειμερινή αναρριχητική διαδρομή (Ορειβασία)
Όλυμπος – Χιονοδρομικό κέντρο « Βρυσσοπούλες »
Πολιτιστικός – Αστικός – Θρησκευτικός Τουρισμός
ΔΑΣΟΚΤΗΜΑ ΠΟΛΥΔΕΝΔΡΙΟΥ - Το Δάσος Πολυδενδρίου απέχει από τα πλησιέστερα αστικά κέντρα, την κωμόπολη της Αγιάς και τη Λάρισα, 30χμ και 65χμ αντίστοιχα.
Η ιστορία του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του Δάσους αρχίζει την εποχή της Τουρκοκρατίας όπου το χωρίο Πολυδένδρι αποτελούσε τσιφλίκι στην κατοχή του Οθωμανού Μεχμέτ Τεβφίκ Βεη Εφεδήν. Το 1841 το τσιφλίκι πωλήθηκε από τον Οθωμάνο στους Ελληνικής καταγωγής Μανόλη Αλεξανδρή και Δημίτριο Θεοχάρους. Κατόπιν διαφόρων αγοροπωλησιών η κυριότητα του Δάσους περιήλθε στον οθωμανικής καταγωγής Χασάν Λεοντάρη και μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος το 1881 το Δάσος διαχειρίστηκε ως μη Δημόσιο Δάσος.
Το 1906 περιήλθε στην κυριότητα της τότε Βασιλική οικογένειας τη Ελλάδος, η ποία το διαχειριζόταν έως το 1994 οπού αναλαμβάνει νόμιμα τη διαχείριση το Υπουργείο Γεωργίας του Ελληνικού Δημοσίου.
Τα μνημεία του χώρου
Στο Δασόκτημα βρίσκονται δύο ναοί, ο Ναός της Παναγίας και ο Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου. Γεωγραφικά απέχουν πολύ λίγο μεταξύ τους και χρονολογικά φαίνεται να κατασκευάστηκαν σχεδόν την ίδια περίοδο. Ο Ναός της Παναγίας χρονολογείται στα τέλη του 16ου αι. και ο Ναός Της Κοιμήσεως της Θεοτόκου φέρει έτος θεμελίωσης το 1568. Τοιχογραφίες πολύ καλής τέχνης κοσμούν και τους δύο ναούς ενώ πλήθος αρχαίων επιγραφών στο δάπεδο του πρώτου μαρτυρούν την πιθανότητα υπάρκης αρχαίου ιερού στην περιοχή.